- δίπυλος
- -η, -οαυτός που έχει δύο πύλες: Είναι δίπυλος ναός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δίπυλος — η, ο (Α δίπυλος, ον) 1. αυτός που έχει δύο πύλες, δίθυρος 2. το ουδ. ως ουσ. το Δίπυλον η κύρια πύλη τού τείχους της αρχαίας Αθήνας στον Κεραμεικό απ όπου ξεκινούσε η Ιερά Οδός αρχ. 1. ναός τού Ιανού στη Ρώμη 2. υπερώο … Dictionary of Greek
δίπυλον — δίπυλος double gated masc/fem acc sg δίπυλος double gated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπύλου — δίπυλος double gated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διπύλῳ — δίπυλος double gated masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)